- ἄκνηστις
- ἄκνηστις: backbone, Od. 10.161†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… … Dictionary of Greek
ἄκνηστις — spine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκνηστιν — ἄκνηστις spine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)